-
1 ἥμων
ἥμων, ονος, ὁ (ἵημι), der Werfende, Schießende, ἄνδρες ἥμονες Il. 23, 886, VLL. ἀκοντισταί.
-
2 ῥήμων
ῥήμων, ονος, ὁ, = ῥήτωρ, nach Plut. Symp. 5, 2 alte v. l. bei Hom. Il. 23, 886 für καί ῥ' ἥμονες ἄνδρες.
-
3 ῥήμων
A = ῥήτωρ, acc. to Plu.2.675a, an old v.l. in Il.23.886, for καί ἥμονες ἄνδρες. -
4 ἥμων
ἥμων, ονος ( ἵημι): darter; ἥμονες ἄνδρες, ‘javelin men,’ Il. 23.886†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἥμων
См. также в других словарях:
ήμων — ἥμων, ο (Α) στον πληθ. οἱ ἥμονες ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (τού ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. τού ἵημι) + μων] … Dictionary of Greek